θολομιγής

θολομιγής
θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην τού μ(ε)ίγνυμι*), πρβλ. α-μιγής, αμφι-μιγής, θερμο-μιγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θολομιγές — θολομιγής mixed with dirt masc/fem voc sg θολομιγής mixed with dirt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”